- πάνδουροι
- πάνδουροςthree-stringed lutemasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανδούροι — οι άτακτοι ένοπλοι μισθοφόροι που δρούσαν κατά τη διάρκεια τών πολέμων τού 18ου αιώνα στην Ευρώπη και ιδίως στις κατεχόμενες από τους Αψβούργους χώρες … Dictionary of Greek